Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

как есть

  • 1 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 2 есть

    ем, ешь, ест, едим, едите, едят, χρ. παρλθ. ел, ела, ело, προστκ. ешь,
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.
    1. τρώγω•

    мне хочется есть θέλω νά φάω•

    есть суп τρώγω σούπα•

    есть скоромное τρώγω μη νηστήσιμο φαγητό•

    я целый день ничего ни ел όλη τη μέρα δεν έφαγα τίποτε•

    он не ест мяса αυτός δεν τρώγει το κρέας.

    || τρωγαλίζω, ροκανίζω.
    2. διαβιβρώσκω, φθείρω,καταστρέφω•

    ржавчина ест железо η σκουριά τρώγει το σίδερο.

    || ερεθίζω•

    дым ест глаза από τον καπνό τσούζουν τα μάτια μου.

    3. μτφ. βασανίζω•

    его ела грусть τον έτρωγε η θλίψη.

    4. μτφ. (απλ.) γκρινιάζω, τρώγω με τη γκρίνια•

    жена ела его с утра до вечера η γυναίκα του τον έτρωγε με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.

    εκφρ.
    есть чужой хлеб – είμαι παράσιτος, χαραμοφαγης•
    есть глазами – τρώγω με τα ματιά, επίμονα κοιτάζω•
    есть просит – (αστ.) είναι τρύπιος (σαν το ανοιχτό στόμα), χρειάζεται διόρθωμα (για ενδύματα, υποδήματα κλπ.) — не хочу χορταίνω βλέποντας (για αφθονία φαγώσιμων).
    1. γ/ ενκ. πρόσ. ενεστ. του ρ. быть.
    2. με σημ. των άλλων προσώπων του ενεστ. του ρ. быть: какавы мы есть красавцы τι όμορφονιοί που είμαστε εμείς•

    кто ты -? ποιος είσαι εσύ;•

    надо знать, как вещи есть πρέπει να μάθω πώς έχουν τα πράγματα•

    я есть (σπάνια) εγώ είμαι.

    3. υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υφίστανται•

    есть такая партия υπάρχει τέτοιο κόμμα.

    εκφρ.
    есть такое дело – καλά, σύμφωνος, έτσι και θα γίνει•
    так и есть – ναι, πραγματικά.
    επιφ. (στρατ.) στις διαταγές σας, όπως διατάξτε• διατάξτε.

    Большой русско-греческий словарь > есть

  • 3 то-есть

    (ως αρκτικόλεξο: т. е.).
    1. (σύνδ. επεξηγηματικός)• δηλαδή, δηλονότι, ήτοι. || για να είμαι πιο ακριβής, κατ ακριβολογία.
    2. (εκφράζει απορία, αμφιβολία)•

    то-есть как это ты не видел? λοιπόν, πως δεν το είδες αυτό;

    3. (μόριο επιτακτικό)• λοιπόν να• απλούστατα.

    Большой русско-греческий словарь > то-есть

  • 4 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 5 быть

    быть
    несов
    1. (существовать) ὑπάρχω, ζῶ, ὑφίσταμαι/ ἔχω (иметься, быть в наличии):
    у него есть опыт αὐτός ἔχει πείρα; есть люди, которые... ὑπάρχουν ἀνθρωποι, πού...;
    2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι;
    3. (происходить, состояться) γίνομαι, λαβαίνω (или λαμβάνω) χώραν:
    заседание будет в среду ἡ συνεδρίαση θά γίνει (или θά λάβει χώραν) τήν Τετάρτή
    4. (в знач. связки) είμαι:
    он был служащим ήταν ὑπάλληλος; ◊ так и \быть ἐστω, ἄς εἶναι, καλά; может \быть πιθανόν, μπορεί, ίσως; будь что будет! ὅ, τι θέλει ἀς γίνει!; как бы то ни было ὁπως καί να ' χει τό πράγμα.

    Русско-новогреческий словарь > быть

  • 6 кто

    αντων.
    1. ερωτ. ποιος, ποια, ποιο•

    это кто сделал? ποιος το έκαμε αυτό;•

    кто идёт? ποιος έρχεται;•

    кто там ποιος είν εκεί;•

    о ком вы говорите? για ποιόν μιλάτε;•

    кто кого (одолеет)? ποιος ποιόν (θα υπερνικήσει);

    2. ο ένας, ο άλλος, ο (οι) μεν, ο (οι) δε•

    кто читает, кто рисует ο ένας διαβάζει, ο άλλος σχεδιάζει•

    кто куда άλλος προς τα δω, άλλος προς τα κει•

    кто где ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί•

    кто что любит ο καθένας ό,τι αγαπά ή με το γούστο του.

    3. αόρ. κάποιος, κανένας•

    если кто придёт, скажи, что я на службе αν κάποιος έρθει, πες πως είμαι υπηρεσία•

    не кто иной, как... κανένας άλλος, παρά...

    4. αναφρ. όποιος•

    тот кто ослушается, будет наказан όποιος δε θα υπακούσει, θα τιμωρηθεί.

    εκφρ.
    кто как – ο καθένας με το δικό του τρόπο ή όπως θέλει•
    кто что – όποιος όποιο η ό,τι•
    кто-кто, а... – ποιός-ποιός, όμως...• кого-кого, а... ποιόν-ποιόν, όμως...• кто бы ни был όποιος και να είναι, αδιάφορο ποιος•
    кто ни на есть – καθένας, οποιοσδήποτε, όποιος και να είναι•
    хоть кого – οποιονδήποτε•
    спасайся кто может! – ο σώζων εαυτόν σωθήτω!
    кто в лес кто по дрова – ο καθένας το χαβά του ή το βιολί του.

    Большой русско-греческий словарь > кто

  • 7 хотеть

    хочу, хочешь, хочет, хотим, хотите, хотят
    ρ.δ.
    θέλω• επιθυμώ•

    хотеть пить θέλω να πιώ•

    хотеть есть θέλω να φάω•

    хочу хлеба θέλω ψωμί•

    делайте, как хотите κάνετε, όπως θέλετε.

    || προτίθεμαι, σκοπεύω•

    я хотел вам написать письмо ήθελα να σας γράψω γράμμα...

    || επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ (να αποκτήσω)•

    хотеть мира и любви θέλω ειρήνη και αγάπη.

    || (για σεξουαλική ικανοποίηση)• θέλω.
    εκφρ.
    что хочешь – ό,τι θέλεις (απ όλα)•
    сколько -чешь – όσο (όσα) θέλεις•
    где -чешь – όπου θέλεις•
    как -чешь – όπως θέλεις•
    хочешь не хочешь ή хошь не хошь – θέλοντας μη θέλοντας, εκών άκων.
    θέλω• επιθυμώ•

    мне хочется домой εγώ θέλω να πάω σπίτι μου•

    мне хочется пить θέλω να πιώ•

    ей хочется спать αυτή θέλει να κοιμηθεί•

    ему хотетьлось что-то сказать αυτός ήθελε κάτι να πει.

    Большой русско-греческий словарь > хотеть

  • 8 быть

    быть 1) (существовать) είμαι, υπάρχω 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι· где вы
    * * *
    1) ( существовать) είμαι, υπάρχω
    2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαι

    где вы бы́ли? — πού είσαστε

    3) ( иметься) έχω, υπάρχω

    у меня́ не́ было свобо́дного вре́мени — δεν είχα ελεύθερη ώρα

    в библиоте́ке есть мно́го ре́дких книг — στη βιβλιοθήκη υπάρχουν πολλά σπάνια βιβλία

    4) (в знач. связки)

    он был учи́телем — ήτανε δάσκαλος

    ••

    так и быть! — ας είναι!, έστω!

    мо́жет быть — ίσως, πιθανό

    бу́дьте (так) добры́... — έχετε την καλοσύνη…

    бу́дьте здоро́вы! — γεια σας!

    Русско-греческий словарь > быть

  • 9 именно

    именно
    частица
    1. συγκεκριμένα:
    пришли́ все, а \именно·... ἡρθαν ὅλοι καί συγκεκριμένα...·
    2. (в смысле «то есть*) ἀκριβώς, δηλαδή, τουτέστι·
    3. (в смысле «как раз») ἀκριβώς:
    \именно так ἀκριβώς, ἔτσι ἀκριβώς· тебя \именно здесь не хватает ἐσύ μᾶς ἐλειπες· сколько \именно? πόσο ἀκριβώς· кто \именно? ποιος συγκεκριμμένα;, ποιος ἀκριβώς;· ◊ вот \именноΙ ἀκριβως!, αὐτό θἄ λεγα καΓ γώ.

    Русско-новогреческий словарь > именно

  • 10 такой

    так||ой
    (такая, такое, мн. таки́е) мест, указ. τέτοιος, τοιοῦτος:
    он -\такой, какой есть τέτοιος πού εἶναι· он \такой силач! τί δυνατός πού εἶναι!· это \такойая интересная кни́га εἶναι τόσο ἐνδιαφέρον βιβλίο· это \такойόε зрелище! εἶναι τέτοιο θέαμα!· у него́ \такойи́е интересные мысли ἔχει τόσο ἐνδιαφέρουσες σκέψεις· \такой (же) ὀμοιος, παρόμοιος, ἰδιος, ἰδιος ἀκριβῶς· \такой же большой как... τόσο μεγάλος ὅσο... вы все \такойа́я же! είσθε πάντα ἡ ἰδια, δέν ἀλλάξατε καθόλου· в \такойо́м слу́чае ἐν τοιαύτη περιπτώσει· до \такойой степени σέ τέτοιο σημείο, σέ τέτοιο βαθμό· \такойи́м образом а) τοιουτοτρόπως, ἔτσι, μ· αὐτόν τόν τρόπο, б) (следовательно) λοιπόν что \такойое случилось? τί συνέβη;· кто \такой? ποιός εἶναι;· что же тут \такойо́го? τί τό παράξενο βλεπετε;· что же это \такойо́е? ὀίλλο πάλι αὐτό;· и все \такойо́е разг καί τά παρόμοια· \такойсяко́й разг ὁ πήξε κι ὁ δείξε.

    Русско-новогреческий словарь > такой

  • 11 хотеть

    хот||еть
    несов θέλω/ ἐπιθυμώ (желать):· \хотеть есть θέλω νά φά(γ)ω· \хотеть спать θέλω νά κοιμηθώ· \хотеть мира ἐπιθυμώ είρήνη· мне \хотетьелось бы его́ ви́деть θά ήθελα νά τόν ἱδῶ· как \хотетьйте ὅπως θέλετε, ὅπως ἐπιθυμείτε· он делает, что хочет κάνει, ὅτι θέλει· что вы \хотетьи́те сказать? τί θέλετε νά πείτε;·\хотетьел бы я знать всю правду θά ήθελα νά ξέρω ὅλην τήν ἀλήθεια· ◊ хочешь не хочешь разг τό θέλεις δέν τό θέλεις, δέν θέλοντας καί μή.

    Русско-новогреческий словарь > хотеть

  • 12 что

    что I
    мест, (чего, чему́, чем, о чем)
    1. вопр. и относ. τί (τίνος, μέ τί, γιατί, γιά ποιο):
    что случилось? τί συνέβη;· что ты заду́мался? τί σκέπτεσαι;· что за ерунда! τί ἀνοησίες!, τί κουροφέξαλα!· что за шум? τί θόρυβος εἶναι αὐτός;· чего́ тебе хочется? τί θέλεις;· чего́-чего́ у них (только) нет καί τί δέν ἔχουν
    2. вопр. и относ, (сколько) πόσον, τί:
    что стоит книга? πόσο κοστίζει τό βιβλίο; что есть ду́ху μέ ὅλες του τίς δυνάμεις·
    3. относ. ὁ ὀποιος (ή ὁποία, τό ὀποιον, οἱ ὀποιοι, οἱ ὁποίες, τά ὀποια), πού:
    дом, что стоит на углу́ τό σπίτι, πού εἶναι στή γωνία·
    4. неопр. (что-нибудь) κάτι, τίποτε:
    чуть что μέ τό παραμικρό· в случае чего́ ἐάν συμβή τίποτε·
    5. вопр. (в каком положении, как поживает) πῶς:
    что ваша сестра? πῶς εἶναι ἡ ἀδελφή σας;· что больной? πώς εἶναι ὁ ἀρρωστος;· ◊ а что? καί τί μ' αὐτό;· ты что, хочешь ехать? τί, θέλεις νά φύγεις;· ни за что (на свете) ποτέ!, οὐδέποτε!· ни за что, ни про что γιά τό τίποτε· что толку в этом? καί τί τό ὀφελος;· что ли разг (вводн. сл., выражающее неуверенность, сомнение):
    пойдем, что ли? τί λες, "πδμε;· вот что ἄκου λοιπόν вот что, приходите послезавтра ἐλατε μεθαύριο· что ты!, что вы! а) μά τί λες, τί λέτε, εἶναι ἀδύνατον (при выражении удивления), б) τί λες καημένε (при возражении)· что бы ни случилось δ,τι καί νά συμβεί· что бы вы ни сказали δ,τι καί νά πείτε· чуть что μέ τό παραμικρό· что до, что касается ὀσον ἀφορα, ὅσο γιά· что до меня ὅσο γιά μένα...· ни к чему δέν χρειάζεται· ни с чем (остаться, уйти́ и т. п.) χωρίς τίποτε· с чего́ он это. взял? ποῦ του ήρθε αὐτό;
    что II
    союз τί, πού:
    досадно, что я опоздал λυποῦμαι πού ἀργησα· чемодан такой тяжелый, что я не могу́ его́ поднять ἡ βαλίτσα εἶναι τόσο βαρειά πού δέν μπορώ νά τήν σηκώσω· сказал так ти́хо, что никто́ не услышал τό είπε τόσο σιγά πού κανείς δέν τόν ἄκου-σε· я рад, что вижу вас χαίρομαι πού σᾶς βλέπω· что ты пойдешь, что я \что все равно́ είτε ἐσύ θά πᾶς εἰτε ἐγώ τό ἰδιο κάνει.

    Русско-новогреческий словарь > что

  • 13 быть

    ρ.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ' ενκ. προσ. «есть» και παλ. στο γ' πλθ. προσ. «суть»; μελ. «буду», «будешь»; παρλθ. χρ. «был», «была», «было»; με άρνηση: «не был», «не была», «не было»; προστ. «будь»; μτχ. παρλθ. χρ. «бывший»; επιρ. μτχ. будучи)
    1. υπάρχω, είμαι• υφίσταμαι•

    его еще не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό.

    2. εχω•

    у него был внук αυτός είχε εγγόνι.

    || βρίσκομαι•
    3. παραβρίσκομαι, είμαι παρών•

    я был на приеме ήμουν σε ακρόαση•

    был в отсуствии ήμουν απών (απουσίαζα).

    4. γίνομαι•

    заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γίνει αύριο.

    5. (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι•

    я был болен ήμουν άρρωστος.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικότητα).

    6. (βοηθτ. ρ.) είμαι•

    город был взят η πόλη καταλήφθηκε.

    7. (μόριο μέλλοντα) θα•

    он будет читать αυτός θά διαβάζει,

    εκφρ.
    быть можетκ. может быть βλ. στη λ. мочь 1
    быть так – ας είναι (ας γίνει) έτσι•
    быть (чему) – απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί•
    быть беде – οπωσδήποτε θα έρθει συμφορά•
    так и быть – ας γίνει (ας είναι) κι έτσι•
    быть за кого – είμαι με το μέρος κάποιου•
    быть за одно с кем – έχω τις ίδιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ι’διο με κάποιον•
    как -? – τι να γίνει;•
    будь что будет – ας γίνει ό,τι θέλει•
    была не была – πρέπει να ριψοκινδυνέψω, ό,τι βγει, ό,τι γίνει•
    что будет, то будет – ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε.

    Большой русско-греческий словарь > быть

  • 14 вкусно

    επίρ.
    1. νόστιμα•

    готовить вкусно μαγειρεύω νόστιμα•

    как вкусно! τι νόστιμα!

    2. με όρεξη, ορεχτικά•

    есть вкусно τρώγω με όρεξη.

    Большой русско-греческий словарь > вкусно

  • 15 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 16 же

    же 1
    κ. ж σύνδ. αντιθ.
    1. όμως, αλλά, μα, μα και•

    врач мне велел бросить курить, сам же две каробки в день закуривает ο γιατρός μου απαγόρευσε το κάπνισμα, όμως ο ίδιος καπνίζει δυο κουτιά τη μέρα•

    если же вы не хотите μα αν εσείς δε θέλετε•

    что же я сделал μα τι έκανα;

    2. δα•

    почему вы ему не верите, он же доктор γιατί δεν τον εμπιστεύεστε, αυτός δα είναι γιατρός.

    же 2
    ж μόριο
    1. (επιτακτικό) επιτέλους, τέλος πάντων, λοιπόν, κιόλας•

    когда же будете готовы? πότε τέλος πάντων ; θα ετοιμαστήτε;•

    говорите же μιλάτε λοιπόν•

    когда -? πότε λοιπόν;•

    я это знаю так же хорошо, как и вы το ξέρω τόσο καλά όσο και σείς.

    2. σημαίνει ταυτότητα, ίδιο (πράγμα)•επίσης, βέβαια•

    тот, этот же εκείνος ο ίδιος, αυτός ο ίδιος•

    эти же растения встречаются и на севере αυτά τα ίδια φυτά τα συναντούμαι και στο βοριά•

    здесь же εδώ σ’αυτό (το ίδιο) μέρος•

    сегодня же приедем и мы σήμερα επίσης θα έρθουμε κι εμείς•

    в то же время την ίδια ώρα (ή χρόνο), ταυτόχρονα•

    есть же такие мерзавцы на свете υπάρχουν, βέβαια, τέτοιοι παλιάνθρωποι, στον κόσμο•

    такой же πανομοιότα-τος.

    Большой русско-греческий словарь > же

  • 17 мера

    θ.
    1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•

    -ы длины μέτρα μήκους•

    -ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•

    -ы объёма μέτρα όγκου•

    -ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•

    кубическая мера κυβικό μέτρο.

    || η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.
    2. μτφ. όριο•

    следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•

    всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•

    знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.

    || (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•

    -ы наказания μέσα τιμωρίας•

    принимать -ы παίρνω τα μέτρα•

    -ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•

    -ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•

    решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•

    высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.

    εκφρ.
    без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•
    в -у – στο μέτρο (μέτρια)•
    ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•
    по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•
    по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•
    чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου.

    Большой русско-греческий словарь > мера

  • 18 мочь

    могу, можешь, могут, παρλθ. χρ. мог, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. могущий
    ρ.δ.
    1. μπορώ, δύναμαι•

    не -у спать δε μπορώ να κοιμηθώ•

    не -у понять δε μπορώ να καταλάβω•

    он всё -жет αυτός όλα μπορεί να τα κάμει•

    не -у вам помочь δε μπορώ να σας βοηθήσω•

    терпеть его не -у δε μπορώ να τον υποφέρω.

    2. может επίρ. δυνατόν, ίσως, μπορεί•

    на вид -жет, крепкий, но... στην όψη, μπορεί να φαίνεται γερός, όμως...

    εκφρ.
    -жет быть ή быть -жет – μπορεί, είναι δυνατόν, ίσως, πιθανόν, ενδεχομένως•
    не -жет быть! – είναι αδύνατον! δεν είναι δυνατόν! αποκλείεται!•
    не моги – (απλ.) μη τολμάς•
    как живёте-можете? – πως ζήτε, πως περνάτε;
    θ. (απλ.) δύναμη•

    кричать во всю мочь φωνάζω μ όλη τη δύναμη•

    бежать изо всей -и τρέχω μ όλα τα δυνατά•

    что есть -и μ όση δύναμη έχω•

    - и нет ή не стало δεν έχω πιά άλλη δύναμη, δεν αντέχω πιά.

    Большой русско-греческий словарь > мочь

  • 19 сила

    θ.
    1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•

    обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•

    богатырская сила ηράκλεια δύναμη•

    напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.

    || μτφ. δύναμη πνευματική•

    душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•

    умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•

    сила характера δύναμη του χαρακτήρα.

    2. βία•

    применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.

    3. (τεχ.) ισχύς•

    сила машины ισχύς μηχανής•

    падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•

    центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•

    сила тяжести η δύναμη του βάρους.

    4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•

    сила государства ισχύς του κράτους•

    сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•

    покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•

    сила слова η δύναμη του λόγου•

    сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•

    сила ветра η δύναμη του ανέμου•

    сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•

    неестественная -υπερφυσική δύναμη•

    производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•

    рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•

    движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•

    реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•

    вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.

    5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•

    делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.

    6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.
    εκφρ.
    в -у – δύσκολα, μετά βίας•
    в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•
    в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•
    от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•
    ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•
    по -е возможности – κατά το δυνατό•
    под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•
    с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•
    через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•
    -ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•
    отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•
    всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•
    взять -уκ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•
    пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•
    быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•
    выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•
    сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•
    что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•
    в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сила

  • 20 тут

    επίρ.
    1. εδώ, ενταύθα, ενθάδε•

    вы ждите меня тут να με περιμένετε εδώ•

    он был тут αυτός ήταν εδώ•

    тут всё есть εδώ υπάρχουν όλα ή απ όλα.

    || αυτόν τον καιρό, τότε. || σε αυτή την περίπτωση.
    2. μόριο
    επιτακ. με τις αντωνυμίες: какой, где, когда, куда- δα, εδώ.
    εκφρ.
    тут же: – παρευθύς, αμέσως, την ίδια στιγμή•
    тут как тут – πάνω στην κουβέντα, όπου φωνή κι ο γάιδαρος• (да) и всё тут εδώ και τέλος, εδώ και τελειώνει οριστικά (κουβέντα, υπόθεση)•
    что тут и чего тутβλ. что там (λ. там)• не тут-то было δεν ήρθε βολικά ή δέξια, όπως νόμιζα ή υπολόγιζα.
    α. κ. тута
    θ.
    η μουριά, η συκαμινιά, μορέα.

    Большой русско-греческий словарь > тут

См. также в других словарях:

  • как есть — как есть …   Орфографический словарь-справочник

  • как есть — как есть …   Слитно. Раздельно. Через дефис.

  • Как есть — (англ. As Is) является юридическим термином, используемым для отказа от некоторых подразумеваемых гарантий на предмет продажи. Некоторые типы подразумеваемых гарантий требуют особого отказа. «Как есть» означает, что продавец продает, а… …   Википедия

  • как есть — буквально, в буквальном смысле слова, в прямом смысле слова Словарь русских синонимов. как есть нареч, кол во синонимов: 3 • буквально (26) • …   Словарь синонимов

  • Как есть — КАК. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Как есть — Экспрес. 1. В чём остался одет; как был. Я опять было улёгся как есть, в ботинках, но покоя уже не стало (И. Тарасович. Во время дождя). «Куда бечь, где укрыться? Стоим на мёрзлой земле, от страха и слёзы, нейдут. В минуту остались мы безо всего …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • как есть — разг. Совершенно, совсем. Нищий он, как есть нищий! …   Словарь многих выражений

  • как есть — (именно так) …   Орфографический словарь русского языка

  • Эдди Мерфи «Как есть» — Эдди Мерфи Как есть Eddie Murphy Raw Постер фильма Жанр cтэнд ап комедия, Скетч шоу Режиссёр Роберт Таунсенд / Robert Townsend Продюсер …   Википедия

  • Эдди Мёрфи «Как есть» — Eddie Murphy Raw Жанр …   Википедия

  • Конь-то добр, как добр, а зарок-то есть как есть. — Конь то добр, как добр, а зарок то (или: а норовец то) есть как есть. См. УПОРСТВО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»